υπερβατικός

υπερβατικός
-ή, -ό / ὑπερβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω]
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό
(φιλοσ.) ό,τι υπερβαίνει τα όρια τής εμπειρίας, αυτό που είναι ανεξάρτητο από τη συνείδηση, απρόσιτο στη γνώση, κατανοητό μόνο με τη νοητική ή λογική ενέργεια
3. φρ. α) «υπερβατικές έννοιες»
(κατά τη σχολαστ. φιλοσ.) οι έννοιες που βρίσκονται πάνω από τις κατηγορίες τού Αριστοτέλη και μέσω τών οποίων προσδιορίζονται οι πιο γενικές ιδιότητες τού Όντος, δηλαδή εφαρμόζονται σε κάθε ύπαρξη, σε όλα τα όντα, όπως είναι οι έννοιες Ένα, Αληθές και Αγαθό, διότι κάθε ον είναι ένα, αληθές και αγαθό
β) «υπερβατική γνώση»
(κατά τον Καντ) κάθε γνώση που αφορά όχι στα γνωστικά αντικείμενα αλλά στη γνωστική μας ικανότητα, γνώση που είναι a priori δυνατή
γ) «υπερβατική συνείδηση»
(κατά τον Χούσερλ) η συνείδηση που στους κόλπους της αποκτούν οντότητα όλα τα υπερβατικά αντικείμενα, δηλαδή όλα τα μεταφυσικά και φυσικά αντικείμενα τα οποία μπορούν να αποκτήσουν οντότητα
δ) «υπερβατική φιλοσοφία» — η φιλοσοφία τού καθαρού λόγου, η φιλοσοφία τού Ιμάνουελ Καντ, η οποία, κατά τον ίδιο, αποτελεί ένα σύστημα a priori εννοιών που συγκροτούν την υπερβατική γνώση
ε) «υπερβατικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) η γνωσιολογική θεωρία τού Ιμάνουελ Καντ, κατά τον οποίο το ανθρώπινο εγώ ή υπερβατικό εγώ δομεί τη γνώση με το υλικό τών εντυπώσεων, τις οποίες παρέχουν οι αισθήσεις, και από τις καθολικές a apriori έννοιες, τις κατηγορίες, τις οποίες επιβάλλει σε αυτές, αλλ. φορμαλιστικός ιδεαλισμός·στ) «υπερβατικός αριθμός»
μαθημ. αριθμός ο οποίος δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης με ακέραιους συντελεστές
ζ) «υπερβατικές εξισώσεις»
μαθημ. οι μη αλγεβρικές εξισώσεις, όπως είναι λ.χ. οι εκθετικές, οι λογαριθμικές και οι τριγωνομετρικές εξισώσεις
μσν.-αρχ.
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο το υπερβατό σχήμα.
επίρρ...
υπερβατικώς / ὑπερβατικῶς ΝΜ, και υπερβατικά Ν
νεοελλ.
με υπερβατικό τρόπο
μσν.
με χρήση τού υπερβατού σχήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβατικός — delighting in hyperbata masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπέρβαση, που γίνεται με υπέρβαση («υπερβατικός αριθμός», αριθμός που δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης περασμένου βαθμού) ή έχει σχέση με τον υπεραισθητό κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβατικόν — ὑπερβατικός delighting in hyperbata masc acc sg ὑπερβατικός delighting in hyperbata neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατικούς — ὑπερβατικός delighting in hyperbata masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατικῶς — ὑπερβατικός delighting in hyperbata adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”